πίπουλο

πίπουλο
το, Ν
ναυτ. βλ. πίπολο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γλάρος — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή …   Dictionary of Greek

  • πέπουλο — ή πίπουλο, το ναυτ. το ανώτερο τμήμα τού ιστού τού πλοίου, κν. γλάρος …   Dictionary of Greek

  • πίπολο — και πίπουλο, το, Ν ναυτ. βλ. πέπουλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”